δυσείδεια
ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
English (LSJ)
ἡ, ugliness, D.L.2.33.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
mal aspecto de un árbol ἀφαιρεῖται γὰρ ἡ πελέκησις τὴν δυσείδειαν Thphr.HP 5.1.1
•de pers. fealdad παιδείᾳ τὴν δυσείδειαν ἐπικαλύπτειν D.L.2.33, γυναικὸς δ. Lib.Decl.39.9, cf. Chrys.Virg.62.13, 63.5, fig. del alma εἰς τὴν ἐσχάτην δυσείδειαν κατενεχθῆναι Chrys.Catech.Illum.1.10, cf. Thdr.13.87, Anecd.Ludw.207.11.
German (Pape)
[Seite 678] ἡ, Mißgestalt, Sp.
Russian (Dvoretsky)
δυσείδεια: ἡ безобразие, уродливость (τὴν δυσείδειαν ἐπικαλύπτειν Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσείδεια: ἡ, δυσμορφία, ἀσχημία, Διογ. Λ. 2. 33.
Greek Monolingual
δυσείδεια, η (Α)
δυσμορφία, ασχήμια.
Translations
ugliness
Asturian: feúra; Bulgarian: грозота; Catalan: lletgesa, lletjor; Czech: ošklivost; Danish: grimhed; Dutch: lelijkheid; Esperanto: malbeleco; Finnish: rumuus; French: laideur; Galician: fealdade; German: Hässlichkeit; Greek: ασχήμια; Ancient Greek: ἀηδία, αἶσχος, αἶσχρος, αἰσχρότης, ἀκοσμία, ἀμορφία, ἀπρέπεια, ἀσχημοσύνη, δυσείδεια, δυσμορφία, δυσπρέπεια, δυσχέρεια, εἰδέχθεια, τὸ ἀκαλλές, τὸ ἀπρεπές, τὸ ἄσχημον, τὸ εἰδεχθές; Hungarian: csúnyaság; Irish: gráinneacht; Italian: bruttezza; Japanese: 醜; Korean: 추함; Kurdish Central Kurdish: ناشرینی; Latin: deformitas, turpitudo; Latvian: neglītums; Persian: زشتی, قبح; Polish: brzydota; Portuguese: feiura, fealdade; Russian: уродство; Spanish: fealdad, feúra; Swedish: fulhet; Turkish: çirkinlik; Welsh: hagrwch, hyllter