περίσφυρος

Revision as of 16:50, 14 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον,
A = περισφύριος (that is around the ankle), πέζα AP6.211 (Leon.); τὰ περίσφυρα σκέλη Luc.Am.41, should prob. be written τὰ περὶ σφυρά σκέλη being a gloss).
II as substantive περίσφυρον, τό, = περισφύριον (anklet), Gal.19.144.

German (Pape)

[Seite 595] = Vorigem; daher τὸ περίσφυρον = περισφύριον.

Russian (Dvoretsky)

περίσφῠρος: Anth. = περισφύριος.

Greek (Liddell-Scott)

περίσφῠρος: -ον, = περισφύριος, Ἀνθ. Π. 6. 211· τὰ περίσφυρα σκέλη ἐν Λουκ. Ἔρωσι 41 εἶναι ἴσως τὰ περὶ σφυρὰ (τὸ δὲ σκέλη εἶναι γλώσσ.). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίσφυρον, τό, = περισφύριον, Γαλην. 19. 144.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. περισφύριος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίσφυρον
το περισφύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σφυρόν (πρβλ. λευκό-σφυρος, παρά-σφυρος)].