λογοκλόπος

Revision as of 18:17, 16 December 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
αυτός που ιδιοποιείται ξένη συγγραφική και γενικώς πνευματική εργασία και τήν παρουσιάζει ως δική του, αυτός που λεηλατεί ξένα συγγράμματα χωρίς να τά αναφέρει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. αρχαιοκλόπος, βιβλιοκλόπος. Η. λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].

Translations

plagiarist

Bulgarian: плагиат; Catalan: plagiari; Chinese Mandarin: 剽竊者, 剽窃者, 抄襲者, 抄袭者; Czech: plagiátor; Finnish: plagioija; Georgian: პლაგიატორი; German: Plagiator, Plagiatorin; Greek: λογοκλόπος; Occitan: plagiari; Polish: plagiator, plagiatorka; Portuguese: plagiador, plagiário; Spanish: plagiador, plagiario; Swedish: fuskare, plagiator; Telugu: ఛాయాచోరకవి; Turkish: intihalci