αρχαιοκλόπος

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που κλέβει έργα αρχαίας τέχνης είτε δεν αναφέρει στις αρμόδιες αρχές την ανεύρεση αρχαιοτήτων
2. εκείνος που εμπορεύεται αρχαιότητες λαθραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -κλοπος < κλέπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].