αρχαιοκλόπος

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που κλέβει έργα αρχαίας τέχνης είτε δεν αναφέρει στις αρμόδιες αρχές την ανεύρεση αρχαιοτήτων
2. εκείνος που εμπορεύεται αρχαιότητες λαθραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -κλοπος < κλέπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].