τεφτέρι

Revision as of 09:02, 21 December 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και δεφτέρι και ντεφτέρι, το, Ν
τετράδιο λογαριασμών, κατάστιχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο λ., πρβλ. τουρκ. tefter < μσν. διφθέριον, υποκορ. του διφθέρα «δέρμα, δερμάτινο βιβλίο»].