ντεφτέρι
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
Greek Monolingual
δεφτέρι και τεφτέρι, ντεφτέρι, διφτέρι, το
1. κατάστιχο, βιβλίο λογαριασμών
2. το βιβλίο, η βίβλος («νέα ιστορία γράφεται στα ολάσπρα της δεφτέρια», Παλαμ.)
3. παροιμ. «διάολος σαν μουφλουζέψει, τα παλιά δεφτέρια πιάνει» — για όσους ανατρέχουν σε παλιούς λογαριασμούς, δοσοληψίες και αναμνήσεις του παρελθόντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τεφτέρι < τουρκ. tefter < (μσν. ελλ.) διφθέριον, υποκορ. του αρχ. διφθέρα «δέρμα, δερμάτινο βιβλίο»].