Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δεφτέρι

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310

Greek Monolingual

δεφτέρι και τεφτέρι, ντεφτέρι, διφτέρι, το
1. κατάστιχο, βιβλίο λογαριασμών
2. το βιβλίο, η βίβλος («νέα ιστορία γράφεται στα ολάσπρα της δεφτέρια», Παλαμ.)
3. παροιμ. «διάολος σαν μουφλουζέψει, τα παλιά δεφτέρια πιάνει» — για όσους ανατρέχουν σε παλιούς λογαριασμούς, δοσοληψίες και αναμνήσεις του παρελθόντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τεφτέρι < τουρκ. tefter < (μσν. ελλ.) διφθέριον, υποκορ. του αρχ. διφθέρα «δέρμα, δερμάτινο βιβλίο»].