ἀσκαρδαμυκτί

Revision as of 11:12, 22 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Adv. of sq., without winking, with unchanged look, X.Cyr.1.4.28, Luc.Tim.14, Gal.7.91, Poll.2.67, v.l.in Ar.Eq.292.

Spanish (DGE)

adv. sin pestañear ὁρᾶν X.Cyr.1.4.28, cf. Luc.Tim.14, Cat.26, Gal.7.91, Poll.2.67, Soz.HE 3.16.8.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans cligner les yeux.
Étymologie: , σκαρδαμύσσω.

German (Pape)

ohne zu blinzeln, ὁρᾶν Xen. Cyr. 1.4.28; Luc. Tim. 14.

Russian (Dvoretsky)

ἀσκαρδᾰμυκτί: adv. не моргая глазами, т. е. пристально (ὁρᾶν Xen., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκαρδᾰμυκτί: Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ ἀσκαρδάμυκτος, χωρὶς νὰ κλείσῃ τις τοὺς ὀφθαλμούς, ἀτενῶς, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 28, κτλ.

Greek Monotonic

ἀσκαρδᾰμυκτί: επίρρ., χωρίς να κινηθούν τα βλέφαρα, χωρίς να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα, πολύ γρήγορα, ακαριαία, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἀσκαρδάμυκτος
without winking, with unchanged look, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=χωρίς νά κλείνει κανείς τά βλέφαρα, ἀτενῶς). Ἀπό τό ἐπίθετο ἀσκαρδάμυκτος (α στερητ. + σκαρδαμύσκω = κλείνω τά βλέφαρα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα σκαρδαμύσσω.