διομαλύνω

Revision as of 12:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

distribute evenly, Plu.2.130d.

Spanish (DGE)

hacer uniforme τὸ πνεῦμα πράως διομαλύνοντα Plu.2.130d.

French (Bailly abrégé)

égaliser, aplanir.
Étymologie: διά, ὁμαλύνω.

German (Pape)

durch und durch gleichmäßig machen; διομαλάνοντα καὶ διαχέοντα μέχρι τῶν ἄκρων Plut. de san. tu. p. 392.

Russian (Dvoretsky)

διομᾰλύνω: делать ровным (τὸ πνεῦμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διομᾰλύνω: κάμνω τι ὅλως ὁμαλόν, ἰσοπεδῶ, ἐξισάζω ἐντελῶς, Πλούτ. 2. 130D.

Greek Monolingual

διομαλύνω (Α) ομαλύνω
καθιστώ κάτι ομαλό, ισοπεδώνω.