δανειστής

Revision as of 13:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A money-lender or creditor, IPE12.32B84 (Olbia), LXX 4 Ki.4.1, Ev.Luc.7.41, Ph.2.284,al., Hierocl.p.57 A., POxy.68.25 (ii A.D.). II borrower, IG12(7).67.41,68.4 (Amorg.), Plu.Sol.13.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Alolema(s): δανιστ- LXX Pr.29.13, TAM 5(1).231.11 (III d.C.)
1 prestamista o acreedor D.34.7, IEphesos 4A.37, 38 (III a.C.), LXX 4Re.4.1, IPE 12.32B.84 (Olbia III/II a.C.), Ph.2.284, I.AI 9.47, 50, 18.147, Plu.Sol.13, Luc.20, Luc.Cat.17, Eu.Luc.7.41, Artem.3.41, POxy.68.25 (II d.C.), 3741.60 (IV d.C.), PIFAO 3.54.3 (II d.C.), TAM l.c., Alciphr.1.13.1, Hierocl.Facet.50, Iust.Nou.97.3, 119.6
usurero Plaut.Epid.53, 115, Mos.537, 623, Ps.287, ψιλὸς δ. prestamista que no exige garantía hipotecaria, CPR 1.3.5 (III d.C.) en BL 1.111.
2 prestatario, deudor privado IG 22.1635.80 (IV a.C.), PGrenf.2.21.21 (II a.C.), cf. Hsch.
comisario del préstamo en representación de la ciudad IG 12(7).67.41, 68.4 (ambas Amorgos IV/III a.C.).

German (Pape)

[Seite 522] ὁ, der Geld auf Zinsen ausleiht, Gläubiger, Dem. 32, 12; Plut. Sol. 13.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
usurier.
Étymologie: δανείζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δανειστής -οῦ, ὁ [δανείζω] gelduitlener, geldschieter.

Russian (Dvoretsky)

δᾰνειστής: οῦ ὁ заимодавец, тж. ростовщик Dem., Plut.

English (Strong)

from δανείζω; a lender: creditor.

Greek Monolingual

ο (θηλ. δανείστρια, η) (AM δανειστής, Μ δανείστρια) δανείζω
αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο
αρχ.
εκείνος που έχει δανειστεί χρήματα.

Greek Monotonic

δᾰνειστής: -οῦ, ὁ (δανείζω), αυτός που δανείζει χρήματα (ό,τι και στη Ν.Ε.), πιστωτής, σε Πλούτ., Κ.Δ.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰνειστής: -οῦ, ὁ, ὁ παρέχων χρήματα ὡς δάνειον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058. 84, Πλούτ. Σόλ. 15, Ν. Δ.

Middle Liddell

δανείζω
a money-lender, Plut., NTest.

Chinese

原文音譯:daneist»j 打尼士帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:借貸(者)
字義溯源:債主,放利者;源自(δανείζω / δανίζω)=有息借貸);而 (δανείζω / δανίζω)出自(δάνειον / δάνιον)=貸款), (δάνειον / δάνιον)又出自(Δανιήλ)X*=禮物)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 債主(1) 路7:41