εὐφόρητος

Revision as of 13:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, endurable, τινι A.Ch.353 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à supporter.
Étymologie: εὖ, φορέω.

German (Pape)

gut, leicht zu tragen, Aesch. Ch. 348.

Russian (Dvoretsky)

εὐφόρητος: легко выносимый, т. е. в котором можно утешиться (τάφος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐφόρητος: -ον, εὐκόλως φερόμενος. ὑποφερτός, τινι Αἰσχύλ. Χο. 353, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 388Β, Θεόδ. Στουδ. σ. 182Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐφόρητος, -ον)
αυτός που μεταφέρεται, που βαστάζεται εύκολα, ευκολοβάσταχτος
μσν.-αρχ.
μτφ. ανεκτός, υποφερτός («τὸ τῆς δουλείας ἄχθος εὐφορητότερον», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φορητός (< φέρω)].

Greek Monotonic

εὐφόρητος: -ον, αυτός που υποφέρεται εύκολα, υποφερτός, ανεκτός, τινι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὐ-φόρητος, ον
easily borne, endurable, τινι Aesch.