θεογεννής

Revision as of 13:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ές, begotten of a god, S. Ant.834 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1195] ές, göttliches Geschlechtes, Niobe, Soph. Ant. 834.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
engendré par un dieu.
Étymologie: θεός, γεννάω.

Russian (Dvoretsky)

θεογεννής: рожденный богами, божественного происхождения (ξένα Φρυγία, т. е. Νιόβη Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

θεογεννής: -ές, γεγεννημένος ἐκ θεοῦ, θείου γένους ὤν, Νιόβη Σοφ. Ἀντ. 834.

Greek Monotonic

θεογεννής: -ές (γεννάω), αυτός που δημιουργήθηκε από θεό, σε Σοφ.

Middle Liddell

θεο-γεννής, ές γεννάω
begotten of a god, Soph.