κηροτέχνης

Revision as of 13:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ου, ὁ, modeller in wax, Anacreont.10.9.

German (Pape)

[Seite 1434] ὁ, Wachskünstler, -bildner, Anacr. 10, 9.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
modeleur de cire.
Étymologie: κηρός, τέχνη.

Russian (Dvoretsky)

κηροτέχνης: ου ὁ лепящий фигуры из воска, ваятель Anacr.

Greek (Liddell-Scott)

κηροτέχνης: -ου, ὁ, κηροπλάστης, Ἀνακρέοντ. 10. 9

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κηροτέχνης)
κηροπλάστης, τεχνίτης που κατεργάζεται το κερί.

Greek Monotonic

κηροτέχνης: -ου, ὁ, κηροπλάστης, σε Ανακρεόντ.

Middle Liddell

κηρο-τέχνης, ου,
a modeller in wax, Anacreont.