v. οὐλόομαι. Οὐλύμποιο, Οὔλυμπόνδε, v. Ὄλυμπος.
[Seite 414] vernarben, im pass., Arist. probl.
οὐλόω: ἴδε οὐλόομαι.
-ῶ :cicatriser.Étymologie: οὐλή.