οὐλή
πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)
English (LSJ)
ἡ,
A v. οὐλαί.
οὐλή, ἡ, wound scarred over, scar, Od.19.391,393, al. (never in Il.), E.El.573, Hp.Morb.1.21, PGrenf.2.32.5 (ii B. C.), etc.; τὰς οὐ. τῶν τραυμάτων X.Mem.3.4.1; ἴχνη τῶν πληγῶν οὐλὰς ἐν τῷ σώματι Pl.Grg. 524c; ἕλκη... ὧν ἔτι τὰς οὐ. ἔχει D.53.8; ἐκ τοῦ μὴ ἐν ταῖς οὐ. φύεσθαι τρίχας Arist.Pr.877a2: metaph., ἡ οὐ. τῆς διαβολῆς Plu.2.65d.
German (Pape)
[Seite 412] ἡ (vgl. οὔλω, eigtl. Heilung), die zugeheilte, vernarbte Wunde, die Narbe einer zugeheilten Wunde; Od. 19, 391. 393. 464. 507 (in der Il. kommt es nicht vor); Eur. El. 573; ἴχνη ἔχει τῶν πληγῶν οὐλὰς ἐν τῷ σώματι, Plat. Gorg. 524 c; τὰς οὐλὰς τῶν τραυμάτων, Xen. Mem. 3, 4, 1, wie αἱ ἐκ τῶν τραυμάτων οὐλαί, Pol. 33, 5, 3; ἡ τῷ ἕλκει ἐπιγιγνομένη οὐλή, S. Emp. adv. math. 8, 153.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
cicatrice.
Étymologie: cf. lat. vulnus.
Russian (Dvoretsky)
οὐλή: ἡ рубец (ἐν τῷ σώματι Plat.; τῶν τραυμάτων Xen. и ἐκ τῶν τραυμάτων Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
οὐλή: ἡ, ἴδε ἐν λ. οὐλαί.
Greek Monolingual
η (ΑΜ οὐλή)
ίχνος που μένει επάνω στο δέρμα ύστερα από την ίαση ενός έλκους ή τραύματος
μσν.-αρχ.
μτφ. ίχνος, σημάδι («ἡ οὐλή τῆς διαβολῆς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οὐλή πρέπει να έχει προέλθει από θ. Fολ- με κατάλ. -σᾱ ή -νᾱ. Η αναγωγή της λ. στην ΙΕ ρίζα wel- «αρπάζω, χαράζω, τραυματίζω, βαθιά πληγή» (πρβλ. ἁλίσκομαι, λατ. vello «μαδώ, ξεριζώνω»)και η σύνδεση της με τ. όπως: λατ. volnus, -eris «τραύμα, πληγή», γαλατ. gweli «πληγή», αρχ. ιρλδ. Fuil «αίμα» προσκρούει σε δυσχέρειες τόσο μορφολογικές όσο και σημασιολογικές].
Greek Monotonic
οὐλή: ἡ (οὖλος Α), τραύμα επουλωμένο (πρβλ. ὕπουλος), ουλή, σημάδι από τραυματισμό, Λατ. cicatrix, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ., Ξεν.
• οὐλή: ἡ, βλ. οὐλαί.
Middle Liddell
οὐλή, ἡ, [v. οὐλαί.]
οὐλή, ἡ, [οὖλος1]
a scar, Lat. cicatrix, Od., Eur., Xen.
Frisk Etymology German
οὐλή: {oulḗ}
Grammar: f.
Meaning: vernarbte Wunde, Narbe (seit Od.);
Composita: οὐλοπρόσωπος mit narbigem Antlitz (Cat. Cod. Astr.).
Derivative: Davon οὐλόομαι, -όω vernarben, Narben verursachen (Arist. u.a.) mit -ωσις (Gal.). -ωμα (Suid.) Vernarbung.
Etymology: Aus *ϝολσά od. *ϝολνά (Forbes Glotta 36, 242; zum Digamma Chantraine Gramm. hom. 1, 125); ohne unmittelbare außergriech. Entsprechung. Am nächsten steht lat. volnus n. Wunde mit strittiger Grund. form. Unsicher kelt., z.B. kymr. gweli m. Wunde, auch Blut (Loth Rev. celt. 41, 208), air. fuil f. Blut, mir. fuili blutige Wunden. Als gemeinsame Grundlage dieser und mehrerer anderer Nomina wird ein Verb u̯el- ‘(an sich) reißen’ in lat. vellō rupfen u.a. angenommen, wozu noch ἁλίσκομαι gefangen werden gezogen wird. Weitere mehr oder weniger fragliche, für das Griech. jedenfalls belanglose Verwandte bei WP.1,305ff. (m. reicher Lit.), Pok. 1144f., W.-Hofmann (m. reicher Lit.) u. Ernout-Meillet s. volnus.
Page 2,443-444
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=πληγή ἐπουλωμένη, σημάδι ἀπό τραῦμα). Πιθανόν νά συγγενεύει μέ τό οὖλος (=ὅλος).