οἰναδοθήρας

Revision as of 14:13, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ου, ὁ, (οἰνάς II) dove-catcher, Ael.NA4.58.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur de pigeons ramiers.
Étymologie: οἰνάς, θηράω.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνᾰδοθήρας: -ου, ὁ, (οἰνὰς ΙΙ) ὁ θηρώμενος, θηρεύων περιστεράς, Αἰλ. π. Ζ. 4. 58.

Greek Monolingual

οἰναδοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά άγρια περιστέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνάς, -άδος «είδος άγριου περιστεριού» + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο-θήρας].

German (Pape)

ὁ, der Taubenjäger, -fänger, Ael. H.A. 4.38.