πολυθρήνητος

Revision as of 14:31, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, lamentable, γενεή AP7.334.15, cf. IG12(8).445.6 (Thasos); gloss on ἀδινός, Sch.S.Tr.848.

German (Pape)

[Seite 663] viel beweint; Ep. ad. 651 (VII, 334); Schol. Soph. Trach. 860.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lamentable.
Étymologie: πολύς, θρηνέω.

Russian (Dvoretsky)

πολυθρήνητος: горько оплакиваемый, т. е. глубоко несчастный (γενεά Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυθρήνητος: -ον, ἀξιοθρήνητος, πολὺ θρηνηθείς, γενεὰ Ἀνθ. Π. 334, 15.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυθρήνητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που θρηνείται πολύ, ο άξιος μεγάλου θρήνου, πολύκλαυστοςπολυθρήνητος γενεή», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + < θρηνῶ (πρβλ. οξυ-θρήνητος)].

Greek Monotonic

πολυθρήνητος: -ον (θρηνέω), αξιοθρήνητος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολυ-θρήνητος, ον, θρηνέω
lamentable, Anth.