ἀδινός
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Middle Liddell
close-packed: (v. ἁδρός):— hence,
1. crowded, thronging, of bees, flies, sheep, Hom.; ἀδινὰ δάκρυα thick-falling tears, Soph.
2. vehement, loud, of sounds, Il.; Σειρῆνες ἀδιναί the loud-voiced Sirens, Od.:—adv. ἀδινῶς, frequently, or loudly, vehemently, Il.; so ἀδινόν and ἀδινά as adv., ἀδινὸν κλαίειν, μυκᾶσθαι, στοναχῆσαι Hom.: comp. ἀδινώτερον Od.
German (Pape)
[Seite 35] ή, όν, Bedeutung und Ursprung nicht sicher, vielleicht verw. mit ἄδην oder mit ἁδρός wie κυδνός κυδρός, ψυδνός ψυδρός, vgl. πυκινός πυκνός; s. Buttmann Lexil. 1, 204; bei Hom. in 21 Stellen: ἀδινὸν κῆρ Iliad. 16, 481 Od. 19, 516, vgl. πυκιναὶ φρένες; ἠύτε ἔθνεα εἶσι μελισσάων ἀδινάων Iliad. 2, 87, ἠύτε μυιάων ἀδινάων ἔθνεα πολλά 2, 469; οἵ τέ οἱ (μοι) αἰεὶ μῆλ' ἀδινὰ σφάζουσι καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς Od. 1, 92. 4, 320; μνησάμενος δ' ἀδινῶς ἀνενείκατο Iliad. 19, 314, ἀδινὸν (v. l. ἀδινὰ Scholl.) στοναχῆσαι 18, 124, ἀδινὰ στεναχίζων 23, 225 Od. 24, 317, ἀδινὰ στενάχοντα Iliad. 24, 23 Od. 7, 274; κλαῖ' ἀδινὰ Iliad. 24, 510, ἀδινον γοόωσα Od. 4, 721, ἀδινοῦ ἐξῆρχε γόοιο Iliad. 18, 316. 22, 430. 23, 17. 24, 747, κλαῖον δὲ λιγέως, ἀδινώτερον ἤ τ' οἰωνοί, φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες, οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο Od. 16, 216; (πόριες) ἀδινὸν μυκώμεναι ἀμφιθέουσιν μητέρας 10, 413; ἠδ' ὡς Σειρήνων ἀδινάων φθόγγον ἄκουσεν 23, 326; man beachte, daß die letzte Stelle, von allen die sonderbarste, dem unächten, nachhomerischen Schlusse der Odyssee (nach Aristarch von 23, 297 ab) angehört. Grundbedeutung kann sein: fest, gedrungen; von Bienen- und Fliegenschwärmen wie von Schaafen u. Ziegen: dicht gedrängt; von der Stimme: kräftig, laut, tief; statt der Stimme der Sirenen nennt der Nachdichter Od. 23, 326 die Sirenen selbst ἀδινάς. – Hymn. Cerer. 67 τῆς ἀδινὴν ὄπ' ἄκουσα δι' αἰθέρος ἀτρυγέτοιο ὥστε βιαζομένης; Soph. Trach. 847 ἀδινὰ δάκρυα; Pind. Pyth. 2, 98 δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν; Apoll. Rh. scheint das Wort nicht mehr verstanden zu haben: 3, 1104 καί μιν ἀκηχεμένη ἀδινῷ προσπτύξατο μύθῳ von ruhigem Gespräch; 4, 1422 ἃς φάτο λισσόμενος ἀδινῇ ὀπί von schwacher Stimme; 4, 1528 ἀδινὴ ἄτη; 2, 240 ἀδινὸν κῆδος; 3, 616 ἀδινὸς ὕπνος; 3, 1206 heißt ein geschenktes Gewand ἀδινῆς μνημήιον εὐνῆς. – Advb. ἀδινῶς Iliad. 19, 314, compar. ἀδινώτερον Od. 16, 216, s. oben. Übrigens schrieb Herodian ἁδινός, Scholl. Iliad. 2, 87 δασυντέον τὸ ἁδινάων· ἀπὸ γὰρ τοῦ ἅδην καὶ ἁδινός ἡ κίνησις. So Merkel im Apoll. Rh.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. ἁδινός.
Russian (Dvoretsky)
ἀδῐνός: или ἀδῐνός 3 (ᾰ)
1 крепкий, могучий (κῆρ Hom.);
2 сбившийся в кучу, сгрудившийся: ἔθνεα μελισσάων ἀδινάων Hom. густые рои пчел; μῆλ᾽ ἀδινὰ σφάζειν Hom. резать овец целыми стадами;
3 частый, обильный (δάκρυα Soph.);
4 сильный, громкий (γόος Hom.; ὄψ HH);
5 громогласный (Σειρῆνες Hom.);
6 сильный, мучительный (δάκος κακαγοριᾶν Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδῐνός: -ή, -όν, (ᾰ)˙ ἡ ῥιζικὴ σημασ. στενός, πυκνός, ἀθρόος˙ ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ.˙ ὅθεν παρ’ Ὁμήρῳ. 1) συμπεπυκνωμένος, πεπιεσμένος, ἀδινὸν κῆρ, ὡς τὸ πυκναὶ φρένες, ἐπὶ κυριολεκτικῆς φυσικῆς ἐννοίας, Ἰλ. Π. 481, Ὀδ. Τ. 516· οὕτω καὶ ἐπὶ μελισσῶν, μυιῶν, προβάτων. Ἰλ. Β. 87, 469, Ὀδ. Α. 92. 2) βίαιος, ἠχηρὸς ἐπὶ ἤχων· ἀδ. γόος, Ἰλ. Σ. 816· Σειρῆνες ἀδιναί, αἱ ἠχηρὰν φωνὴν ἔχουσαι Σειρῆνες, Ὀδ. Ψ. 326· ἀλλὰ συχνότερον ὡς ἐπίρρ., συχνῶς ἢ ἠχηρῶς, ἰσχυρῶς· ἀδινῶς ἀνενείκατο, Ἰλ. Τ. 314· ὡσαύτως ἀδινὸν καὶ ἀδινὰ ὡς ἐπίρρ., ἀδινὸν γοᾶν, κλαίειν, μυκᾶσθαι, στοναχῆσαι, Ὅμ. ― Συγκρ. ἀδινώτερον, Ὀδ. Π. 216. Ἡ λέξις ἐξηκολούθησεν οὖσα ἐν χρήσει καίπερ σπανίως παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ποιηταῖς: ἀδ. δάκος = βαθὺ δῆγμα, δάγκαμα, Πινδ. Π. 2. 98· ἀδ. δάκρυα = ἄφθονα δάκρυα, Σοφ. Τρ. 848 (λυρ.), καὶ συχν. παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. ὡς ἀδ. ὕπνος, κῶμα· = ἄφθονος, ἀναπαυτικὸς ὕπνος, 3, 716, 147· ἀδ. εὐνή, ἡ συχνὴ ἀπόλαυσις τοῦ ἐγγάμου βίου, 3. 1206, ἀλλ’ ὁ Σχολιαστὴς τοῦ Ἀπολλ. ἑρμηνεύει ἄλλως τὴν λέξιν, «ἀδινῆς εὐνῆς, νῦν οἰκτρᾶς, λυπηρᾶς διὰ τὴν ἀπόλειψιν.» (Τινὲς τῶν γραμματ. ἔγραψαν τὴν λέξιν μετὰ δασείας, Σχολ. εἰς Ἰλ. Β. 87, τὸ ὁποῖον ὑποστηρίζει τὴν πιθανὴν αὐτοῦ σχέσιν πρὸς τὸ ἁδρός, ὅρα ἐν λ. ἁδρός).
English (Slater)
ᾰδῐνός strong, violent φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν (P. 2.53)