ἐνυδρόβιος

Revision as of 16:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

English (LSJ)

ον, living in the water, χῆνες AP6.231 (Phil.).

Spanish (DGE)

-ον de vida acuática χῆνες AP 6.231 (Philippus).

German (Pape)

[Seite 860] im Wasser lebend, χῆνες Philp. 10 (VI, 231).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]qui vit sur l'eau.
Étymologie: ἔνυδρος, βίος.

Russian (Dvoretsky)

ἐνυδρόβιος: живущий на воде (χῆνες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνυδρόβῐος: -ον, ὁ ζῶν ἐν τοῖς ὕδασι, πολιὸν χηνῶν ζεῦγος ἐνυδροβίων Ἀνθ. Π. 6. 231, 4.

Greek Monolingual

ἐνυδρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει και διαμένει στα νερά, ο υδρόβιος.

Greek Monotonic

ἐνυδρόβῑος: -ον, αυτός που ζει στο νερό, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐνυδρό-βῐος, ον adj
living in the water, Anth.