ὑπερπνιγής
English (LSJ)
ές,
A = ὑπέρασθμος, Anon. ap. Suid., cf. eund. s.v. ἐκτραχηλίζω.
German (Pape)
[Seite 1201] ές, = ὑπέρασθμος, Suid. ἵππος.
ές,
A = ὑπέρασθμος, Anon. ap. Suid., cf. eund. s.v. ἐκτραχηλίζω.
[Seite 1201] ές, = ὑπέρασθμος, Suid. ἵππος.