ἐκτραχηλίζω

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτρᾰχηλίζω Medium diacritics: ἐκτραχηλίζω Low diacritics: εκτραχηλίζω Capitals: ΕΚΤΡΑΧΗΛΙΖΩ
Transliteration A: ektrachēlízō Transliteration B: ektrachēlizō Transliteration C: ektrachilizo Beta Code: e)ktraxhli/zw

English (LSJ)

Att. fut. ἐκτραχηλιῶ, prop. of a horse,
A throw the rider over its head, X.Cyr.1.4.8, Plu.2.58f: generally, break a person's neck, Ar. Lys.705; overturn, τὰ ὄρη Tab.Defix.Aud.271.26 (Hadrumetum, iii A.D.); κλίμακας Ph.Bel.85.38:—Pass., break one's neck, Ar.Nu.1501, Pl.70, Luc.Merc.Cond.42.
2 metaph., ruin, pervert, D.9.51, Luc. Rh.Pr.10, Alciphr.3.40, Porph.Abst.1.42; εἰς ὑπερηφανίαν Mich.in EN523.20:—Pass., εἰς ἀτόπους πράξεις Ph.Fr.102 H.
II metaph., cause to lose control of one's language, ἐ. τινὰς αἱ τραγωδίαι Hermog. Id.1.6.
III behead, Glossaria.

Spanish (DGE)

I tr.
1 romper el cuello, desnucar πρὶν ἂν τοῦ σκέλους ὑμᾶς λαβών τις ἐκτραχηλίσῃ φέρων Ar.Lys.705, (τὰ παιδία) ἄνωθεν ἀπὸ τῶν τειχῶν ἐξετραχήλιζεν αὑτά Plu.Brut.31, μή σε ἐκτραχηλίσῃ Luc.Rh.Pr.10, en v. pas. ἀθλητὴς ὑπὸ ῥώμης δυνατωτέρας ἐκτραχηλιζόμενος Ph.2.413
fig. ὁρκίζω σε τὸν ... τὰ ὄρη ἐκτραχηλίζοντα te conjuro a tí, que rompes el espinazo de los montes, TDA 271.26 (Hadrumeto II d.C.)
echar a perder, precipitar a la ruina οἷόν σε, ὦ γεωργία, τὸ ... φροντιστήριον ἐξετραχήλισε Alciphr.2.38.3, τὸ δὲ οἴεσθαι ... πολλοὺς ... τῶν βαρβάρων ἐξετραχήλισεν Porph.Abst.1.42, πολλοὺς ... ἡ εὐτυχία ... ἐκτραχηλίζει Mich.in EN 523.28, ἐκτραχηλίζουσι δ' αὐτοὺς αἱ ... τραγῳδίαι Hermog.Id.1.6 (p.249), cf. Luc.Tox.14, en v. pas. ἵνα μὴ εἰς ἀτόπους πράξεις ἐκτραχηλισθῇς Ph.Fr.p.102.
2 despedir por encima del cuello el caballo al jinete ὁ ἵππος πίπτει εἰς γόνατα, καὶ μικροῦ κἀκεῖνον ἐξετραχήλισεν X.Cyr.1.4.8, cf. Plu.2.58f
fig. c. ac. de cosa desmontar, echar abajo, abatir ἐκτραχηλίζειν τὰς ... κλίμακας Ph.Bel.85.38.
II intr. en v. med.-pas. romperse el cuello, desnucarse ἢ 'γὼ πρότερόν πως ἐκτραχηλισθῶ πεσών Ar.Nu.1501, cf. Pl.70, Plb.4.58.10, ἐκτραχηλισθῆναι διαμαρτόντος τοῦ ποδός Luc.Merc.Cond.42, οὐ δεῖ ... ἐκτραχηλισθῆναι no hay que dejarse romper el cuello D.9.51.

German (Pape)

[Seite 783] über den Hals ab-, herunterwerfen, vom Pferde, Xen. Cyr. 1, 4, 8; übh. herunterstürzen, den Hals brechen, Ar. Lys. 705 Nubb. 1501; ἵν' ἐκεῖθεν (von einer Höhe) ἐκτραχηλισθῇ πεσών Plut. 70; dah. zu Grunde richten, Luc. Tox. 14 u. a. Sp., wie Alciphr. 3, 40. – Pass., sich köpflings ins Unglück stürzen, Dem. 9, 51. – Sp., wie Dio Chrys., stolz machen, u. Hermog. in hochtrabenden Ausdrücken vortragen.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐξετραχήλισα;
1 jeter à bas par-dessus son cou en parl. d'un cheval, désarçonner;
2 rompre le cou ; Pass. se rompre le cou ; fig. plonger dans le malheur.
Étymologie: ἐκ, τράχηλος.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτρᾰχηλίζω:
1 сбрасывать через шею, т. е. через голову (ἵππος πίπτει εἰς γόνατα καὶ ἐξετραχήλισέ τινα Xen.);
2 бросать головой вниз (τινά Arph.); перен. приводить к гибели (τινά Luc.): ἐ. ἑαυτὸν ἀπὸ τῶν τειχῶν Plut. бросаться головой вниз со стен; pass. бросаться головой вниз, перен. ломать себе шею, гибнуть Dem.; ἵν᾽ ἐκτραχηλισθῇ πεσών Arph. чтобы он упал (в пропасть) и разбился насмерть.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτρᾰχηλίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, κυρίως ἐπὶ ἵππου, ῥίπτω τὸν ἀναβάτην ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς μου, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8. Πλούτ. 2. 58F: καθόλου, θραύω τινὸς τὸν τράχηλον, Ἀριστ. Λυσ. 705: - Παθ., θραύω τὸν ἴδιόν μου τράχηλον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1501, Πλ. 70˙ μεταφ., Δημ. 124. 7. ΙΙ. ὁμιλῶ μετὰ στόμφου, Ἑρμογ. Περὶ Σεμνότητος.

Greek Monolingual

και ξετραχηλίζω (AM ἐκτραχηλίζω)
μσν.- νεοελλ.
μέσ. παραφέρομαι, παρασύρομαι
μσν.
μέσ. γυμνώνω τον τράχηλο ή το στήθος
αρχ.
1. (για άλογο) ρίχνω τον αναβάτη πάνω από το κεφάλι μου
2. γεν. σπάω τον λαιμό κάποιου
3. ανατρέπω
4. μτφ. καταστρέφω, αφανίζω
5. παρασύρω
6. παρασύρω κάποιον να μιλά με στόμφο
7. καρατομώ.

Greek Monotonic

ἐκτρᾰχηλίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, λέγεται για άλογο που ρίχνει τον αναβάτη πάνω από το κεφάλι του, σε Ξεν. — Παθ., σπάζω το λαιμό μου, σε Αριστοφ.· μεταφ., βυθίζομαι με το κεφάλι στην καταστροφή, αφανίζομαι, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
of a horse, to throw the rider over its head, Xen.:—Pass. to break one's neck, Ar.: metaph. to plunge headlong into destruction, Dem.