ὑπερπνιγής

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπνῐγής Medium diacritics: ὑπερπνιγής Low diacritics: υπερπνιγής Capitals: ΥΠΕΡΠΝΙΓΗΣ
Transliteration A: hyperpnigḗs Transliteration B: hyperpnigēs Transliteration C: yperpnigis Beta Code: u(perpnigh/s

English (LSJ)

ὑπερπνιγές, = ὑπέρασθμος (very breathless), Anon. ap. Suid., cf. eund. s.v. ἐκτραχηλίζω.

German (Pape)

[Seite 1201] ές, = ὑπέρασθμος, Suid. ἵππος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπνῐγής: -ές, = ὑπέρασθμος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἐκτραχηλίζω καὶ ἐν λ. ὑπερπνιγεῖς.

Greek Monolingual

-ές, Α
πολύ λαχανιασμένος, ὑπέρασθμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -πνιγής (< πνίγω), πρβλ. περιπνιγής].