ὠχρότης

Revision as of 17:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

English (LSJ)

ητος, ἡ, pallor, Pl.R.474e; χρόας Luc.Icar.5; opp. μελανία, Arist.Cat.9b22: pl., Plu.2.84e; opp. ἐρυθήματα, Arist.MA 701b31.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
]pâleur.
Étymologie: ὠχρός.

German (Pape)

ητος, ἡ, Blässe, Bleichheit; Plat. Rep. V.474e; Plut.

Russian (Dvoretsky)

ὠχρότης: ητος ἡ изжелта-бледный цвет, восковая бледность Plat., Arst., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχρότης: -ητος, ἡ, ἡ ἰδιότης τοῦ ὠχροῦ, «κιτρινάδα», Πλάτ. Πολ. 474Ε· χρόας Λουκ. Ἱκαρομέν. 5· ἀντίθετ. τῷ μελανία, Ἀριστ. Κατηγ. 8, 14· ἐν τῷ πληθ., ἀντίθετ. τῷ ἐρυθήματα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Κινήσεως 7, 12.

Greek Monotonic

ὠχρότης: -ητος, ἡ, ωχρότητα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὠχρότης, ητος, ἡ, [from ὠχρός
paleness, Plat.