ἐπίκρυψις

Revision as of 17:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

English (LSJ)

εως, ἡ, concealment, Str.2.3.8, Plu.Nic.23; νούσων latencies, quiescences, Aret.CD1.5 (pl.).

German (Pape)

[Seite 954] ἡ, Verbergung, Verheimlichung, Sp., wie Plut. Nic. 23.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
dissimulation.
Étymologie: ἐπικρύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκρυψις: εως ἡ
1 скрывание, сокрытие (ἐπικρύψεως αἱ πράξεις δέονται Plut.);
2 закутывание (τῇς κεφαλῆς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκρῠψις: -εως, ἡ, τὸ ἐπικρύπτειν, Πλουτ. Νικ. 23, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 5.

Greek Monolingual

ἐπίκρυψις, ἡ (AM) επικρύπτω
η απόκρυψη νοήματος ή έννοιας.

Greek Monotonic

ἐπίκρυψις: -εως, ἡ, μυστικότητα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐπίκρυψις, εως [from ἐπικρύπτω
concealment, Plut.