βαυκοπανοῦργος

Revision as of 17:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ὁ, humbug, Arist.EN1127b27.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ hipócrita, remilgado οἱ δὲ τὰ μικρὰ καὶ φανερὰ προσποιούμενοι βαυκοπανοῦργοι λέγονται Arist.EN 1127b27.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui aime à finasser, finassier.
Étymologie: βαυκός, πανοῦργος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαυκοπανοῦργος -ου, ὁ βαυκός: slap, πανοῦργος slappe bedrieger.

Russian (Dvoretsky)

βαυκοπανοῦργος:βαυκός поздн. нежный, тонкий] тонкий проныра, пройдоха Arst.

Greek (Liddell-Scott)

βαυκοπανοῦργος: ὁ, «οἱ καὶ τὰ μικρὰ καὶ τὰ φανερὰ προσποιούμενοι βαυκοπανοῦργοι λέγονται καὶ εὐκαταφρόνητοί εἰσιν» Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4 7, 15.

Greek Monotonic

βαυκοπᾰνοῦργος: ὁ, ασήμαντος ψευτοπαληκαράς, σε Αριστ.

Middle Liddell

a paltry braggart, Arist.