γλύφανος

Revision as of 17:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, (γλύφω) tool for carving, knife, chisel, h.Merc.41, Theoc.1.28; γ. καλάμου pen-knife, AP6.63 (Damoch.).

Spanish (DGE)

(γλύφᾰνος) -ου, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
cincel, buril, h.Merc.41, Theoc.1.28, EM 235.15G.
cortaplumas γ. καλάμου AP 6.63 (Damoch.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ciseau, burin.
Étymologie: γλύφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλύφανος -ου, ὁ γλύφω beitel, graveerstift.

Russian (Dvoretsky)

γλύφᾰνος: ὁ или γλύφᾰνον (ῠ) τό HH, Theocr. = γλυπτήρ: γ. καλάμου Anth. перочинный нож.

Greek (Liddell-Scott)

γλύφᾰνος: ὁ, (γλύφω) ἐργαλεῖον γλυφῆς, σμίλη, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 41, Θεόκρ. 1. 28· γλ. καλάμου, κονδυλομάχαιρον, Ἀνθ. Π. 6. 63.

Greek Monotonic

γλύφᾰνος: [ῠ], ὁ (γλύφω), εργαλείο γλυπτικής, μαχαίρι, σμίλη, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.· γλύφανος καλάμου, κονδυλομάχαιρο, σε Ανθ.

Middle Liddell

γλύφω
a tool for carving, knife, chisel, Hhymn., Theocr.; γλ. καλάμου a pen-knife, Anth.