εὐκόσμητος

Revision as of 18:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ον, welladorned, h. Merc.384.

German (Pape)

[Seite 1075] wohl geordnet, geschmückt, H. h. Merc. 384.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien orné, bien disposé.
Étymologie: εὐκοσμέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐκόσμητος: красиво устроенный или украшенный (ἀθανάτων προθύραια HH).

Greek (Liddell-Scott)

εὐκόσμητος: -ον, (κοσμέω) εὖ κεκοσμημένος, Ὁμ. Ὕμν εἰς Ἑρμ. 384.

Greek Monolingual

εὐκόσμητος, -ον (Α)
ο στολισμένος καλά, ο καλλωπισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοσμητός (< κοσμώ «στολίζω»)].

Greek Monotonic

εὐκόσμητος: -ον (κοσμέω), καλοστολισμένος, καλοδιακοσμημένος, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

εὐ-κόσμητος, ον κοσμέω
well-adorned, Hhymn.