δυσμίμητος

Revision as of 18:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

[ῑ], ον, hard to imitate, D.S.1.61, Luc.Alex.20, CIG3187 (Smyrna); τὸ δ. Plu.Cat.Mi.8: Sup., Anon. Oxy. 1012ii34.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de imitar, difícil de reproducir del estilo de Lisias, Plu.2.836b, cf. Anon. en POxy.1012A.2.34, una fisionomía por pintores o escultores, Plu.Demetr.2, λαβύρινθον ... πρὸς τὴν φιλοτεχνίαν δυσμίμητον D.S.1.61
difícil de falsificar σφραγίς Luc.Alex.20
subst. τὸ δ. c. gen. subj. τὸ δ. αὐτῶν la dificultad que tenían para imitarla (una conducta), Plu.Cat.Mi.8, c. gen. obj. τὸ δ. ἠθῶν ISmyrna 591.12 (I d.C.).
2 difícil de representar en el teatro ἡ δὲ πρᾶξις δυσμιμητοτέρα τοῦ πάθους la acción es menos apta para ser representada que el sentimiento Anon.Trag.14.

German (Pape)

[Seite 684] schwer nachzuahmen; σφραγῖδες Luc. Alex. 20; Plut. Cat. min. 8; D. Sic. 1, 61.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à imiter, à contrefaire.
Étymologie: δυσ-, μιμέομαι.

Russian (Dvoretsky)

δυσμίμητος: (ῑ) которому трудно подражать, неподражаемый, неповторимый (ἡρωϊκή τις ἐπιφάνεια Plut.; φιλοτεχνία Diod.; σφραγῖδες Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσμίμητος: [ῑ], -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ μιμηθῇ τις, Διόδ. 1. 61, Λουκ. Ἀλεξ. 20, Συλλ. Ἐπιγρ. 3187.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσμίμητος, -ον)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί να μιμηθεί κανείς.

Greek Monotonic

δυσμίμητος: -ον (μῑμέομαι), δύσκολος ως προς τη μίμηση, σε Λουκ.

Middle Liddell

δυσ-μίμητος, ον [μῑμέομαι]
hard to imitate, Luc.