καμινευτής

Revision as of 18:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,
A = καμινεύς (furnace-worker, smith), PPetr.3p.173 (dub., iii B.C.), Luc.Sacr.6.
II camineut, title of priests at Ostia, IG14.914.

German (Pape)

[Seite 1317] ὁ, dasselbe; Luc. sacrific. 6 stellt ihn zusammen mit βάναυσος καὶ χαλκεὺς καὶ πυρίτης. S. καμινεύς.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
forgeron, chaudronnier.
Étymologie: καμινεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καμινευτής -οῦ, ὁ [~ κάμινος] smid.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμῑνευτής: οῦ ὁ Luc. = καμινεύς.

Greek Monolingual

ο θηλ. καμινεύτριακαμινευτής, θηλ. καμινεύτρια) καμινεύω
αυτός που εργάζεται σε καμίνι, θερμαστής, εργάτης καμινιού, καμινάρης
αρχ.
επιγρ. ιερατικό αξίωμα στην Όστια της Ιταλίας.

Greek Monotonic

κᾰμῑνευτής: -οῦ, ὁ, = καμινεύς, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμῑνευτής: -οῦ, ὁ = καμινεύς, Λουκ. π. Θυσιῶν 6· - θηλ. καμινεύτρια, Ἀρισταρχ. εἰς Ὀδ. Σ. 27.

Middle Liddell

κᾰμῑνευτής, οῦ, = καμινεύς, Luc.] [from κᾰμῑνεύω]