ποιώδης

Revision as of 18:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

(A), ες, A v. ποώδης.
ποι-ώδης (B), ες, (ποιός) A qualitative, Simp.in Cat.179.4.

German (Pape)

[Seite 653] ες, gras- od. krautartig, voll Gras, Unkraut, grasig, Sp.

French (Bailly abrégé)

1ης, ες:
herbeux, couvert de pâturages.
Étymologie: ποία, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποιώδης -ες [πόα] met gras bedekt.

Russian (Dvoretsky)

ποιώδης: богатый пастбищами, злачный (ἡ γῆ π. τε καὶ εὔυδρος Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ποιώδης: -ες, ἴδε ἐν λ. ποώδης.

Greek Monolingual

(I)
-ῶδες, Α
βλ. ποώδης.
(II)
-ῶδες, Α ποιός
αυτός που φανερώνει την ποιότητα.

Greek Monotonic

ποιώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με πρασινάδα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ποι-ώδης, ες εἶδος
like grass, Hdt.