πρασινάδα

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του πράσινου, το να είναι κάτι πράσινο, πρασινίλα
2. το πράσινο χρώμα
3. χλόη, γρασίδι
4. το φύλλωμα ποωδών φυτών και δένδρων («γέρικη ελιά, που γέρνεις με τη λίγη πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει», Μαθίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράσινος + κατάλ. -άδα (πρβλ. νοστιμάδα)].