Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
η, Ν
1. η ιδιότητα του πράσινου, το να είναι κάτι πράσινο, πρασινίλα
2. το πράσινο χρώμα
3. χλόη, γρασίδι
4. το φύλλωμα ποωδών φυτών και δένδρων («γέρικη ελιά, που γέρνεις με τη λίγη πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει», Μαθίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράσινος + κατάλ. -άδα (πρβλ. νοστιμάδα)].