πατρολέτωρ

Revision as of 18:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ορος, ὁ, parricide, AP11.348 (Antiphan.).

German (Pape)

[Seite 536] ορος, ὁ, Vatermörder; bei Antiphan. XI, 348 richtige Lesart, s. Jac. A. P. p. LXXX.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
meurtrier de son père, parricide.
Étymologie: πατήρ, ὄλλυμι.

Russian (Dvoretsky)

πατρολέτωρ: ορος ὁ Anth. = πατροκτόνος II.

Greek (Liddell-Scott)

πατρολέτωρ: -ορος, ὁ, πατροκτόνος, Ἀντιφ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 348, ἔνθα κοινῶς παντολέτωρ· ἴδε Ἰακώψιον εἰς Ἀνθ. Π. σ. Ixxx.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
ο πατροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -ολέτωρ (< θ. ολε- του ὄλλυμι «καταστρέφω», πρβλ. ὄλε-θρος), πρβλ. παιδ-ολέτωρ].

Greek Monotonic

πατρολέτωρ: -ορος, ὁ (ὄλλυμι), πατροκτόνος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πατρ-ολέτωρ, ορος, ὁ, ὄλλυμι
a parricide, Anth.