πατρολέτωρ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
-ορος, ὁ, parricide, AP11.348 (Antiphan.).
German (Pape)
[Seite 536] ορος, ὁ, Vatermörder; bei Antiphan. XI, 348 richtige Lesart, s. Jac. A. P. p. LXXX.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
meurtrier de son père, parricide.
Étymologie: πατήρ, ὄλλυμι.
Russian (Dvoretsky)
πατρολέτωρ: ορος ὁ Anth. = πατροκτόνος II.
Greek (Liddell-Scott)
πατρολέτωρ: -ορος, ὁ, πατροκτόνος, Ἀντιφ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 348, ἔνθα κοινῶς παντολέτωρ· ἴδε Ἰακώψιον εἰς Ἀνθ. Π. σ. Ixxx.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
ο πατροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -ολέτωρ (< θ. ολε- του ὄλλυμι «καταστρέφω», πρβλ. ὄλεθρος), πρβλ. παιδολέτωρ].
Greek Monotonic
πατρολέτωρ: -ορος, ὁ (ὄλλυμι), πατροκτόνος, σε Ανθ.