ψώμισμα

Revision as of 18:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ατος, τό, morsel, Democrat. ap. Arist.Rh. 1407a7, Plu.Rom.2 (pl.), dub. l. in POxy.1088.39.

German (Pape)

[Seite 1406] τό, ein Bissen, ein Mundvoll; Arist. rhet. 3, 4; im plur. Plut. Rom. 27.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
morceau, bouchée.
Étymologie: ψωμίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψώμισμα -ατος, τό [ψωμίζω] brok eten, hap.

Russian (Dvoretsky)

ψώμισμα: ατος τό кусок пищи Arst., Plut.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ ψωμίζω
μπουκιά ψωμιού και, γενικά, τροφής.

Greek Monotonic

ψώμισμα: -ατος, τό, = ψωμός, κομμάτι ψωμιού, μπουκιά, σε Αριστ., Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

ψώμισμα: τό, ὡς τὸ ψωμός, τεμάχιον ἄρτου, βλωμός, «βουκιά», τροφή, Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3, Πλουτ. Ρωμ. 27. - παρὰ Βυζ. ὡσαύτως ψωμισμός, ὁ.

Middle Liddell

ψώμισμα, ατος, τό, = ψωμός, Arist., Plut.]