ἐπωφέλημα
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1016] τό, Beistand, Nutzen, βορᾶς, Soph. Phil. 275.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἐπωφέλημα: ατος τό помощь, поддержка: βορᾶς ἐ. Soph. помощь продовольствием.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ἐπωφέλημα, τὸ (Α)
βοήθημα, προμήθεια («βορᾱς ἐπωφέλημα σμικρόν», Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐπωφέλημα: -ατος, τό, βοήθεια, αρωγή, προμήθεια, βοήθημα, βορᾶς, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἐπωφέλημα, ατος, τό, [from ἐπωφελέω
a help, store, βορᾶς Soph.