ἔναυλον
English (LSJ)
τό, = ἔναυλος (dwelling, shelter)¹ II, κατ' ἔναυλ' ὀρέων E. Fr. 740, cf. AP 9.102 (Anton. Arg.).
German (Pape)
[Seite 830] τό, die Wohnung, ἐν. αἰπολίοις ἀνεῖμαι Anton. ep. (IX, 102).
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἔναυλον: τό Anth. = ἔναυλος II.
Greek (Liddell-Scott)
ἔναυλον: τό, (αὐλὴ) κατοικία, Ἀνθ. Π. 9. 102.