ἔναυλος
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
English (LSJ)
(A), ὁ, Subst.:
I (αὐλός) bed of a stream, τάχα κεν.. ἐναύλους πλήσειαν νεκύων Il.16.71; torrent, mountain-stream, ὅν ῥά τ' ἔναυλος ἀποέρσῃ 21.283, cf. 312.
II (αὐλή) dwelling, shelter: pl., haunts of the country-gods, οὔρεα μακρὰ θεῶν Χαρίεντας ἐναύλους Υμφέων Hes.Th.129, cf. h.Ven.74, 124, E.Ba.122 (lyr.), HF371 (lyr.); also ἁλὸς ἐναύλους, of the sea, Opp.H.1.305; Ποσειδάωνος ἐ. ib.3.5.-- Ep. word, used by E. in lyr.
III Adv. ἐναύλως = by means of pipes, διάγειν AB464. ἔναυλος (B), ον, Adj.:
I (αὐλός) on the flute or to the flute, accompanied by the flute, κιθάρισις Philoch.66; θροῦς Philostr.Im.1.2.
2 mostly metaph., λόγος, φθόγγος ἔ., words, voice ringing in one's ears, still heard or remembered, Pl.Mx.235c, Luc.Somn.5; ἔναυλος φόβος fresh fear, Pl.Lg.678c; ἔναυλον ἦν πᾶσιν ὅτι.. all had it fresh in memory that... Aeschin.3.191; ἔναυλα καὶ πρὸ ὀμμάτων D.H.9.7; ἔ. δύναμις Arist. Pr.928b7; ἔναυλον ἔχειν ὅτι to have it fresh in one's mind, that... Plu.2.17d; τὰ ὦτα ἔναυλος ὢν διαμέμνηται τοῦ μέλους Max.Tyr.7.7.
II (αὐλή) = ἐναύλιος, dwelling in dens, λέοντες E.Ph.1573 (anap.); in one's den, at home, opp. θυραῖος, S.Ph.158 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1apropiado a la flauta κιθάρισις Philoch.23, θροῦς Philostr.Im.1.2.
2 musical ἁρμονία de los discursos de Tucídides, D.H.Th.36.1
•de pers. naturalmente capacitado para la música c. ac. de rel. τὰ ὦτα ἔ. ὢν διαμέμνηται τοῦ μέλους teniendo buen oído para la música, recuerda la melodía Max.Tyr.1.7.
II subst. (τά) ἔναυλα = acompañamiento de flauta ἔναυλα κωκυτοῖσιν, οὐ λύρα, φίλα S.Fr.849.
-ον
I 1que está a cubierto, cobijado τίν' ἔχει στίβον, ἔναυλον ἢ θυραῖον; ¿qué yacija tiene, a cubierto o al aire libre? S.Ph.158
•que está en su guarida ὥστε λέοντας ἐναύλους como a leones en su guarida E.Ph.1573.
2 que está lleno de cavernas τόποι Ar.Did.11.
II usos fig.
1 que permanece o queda retenido esp. ref. al recuerdo que queda presente, fresco, reciente, persistente de sentimientos y sensaciones πᾶσι φόβος ἔ. ἐγεγόνει Pl.Lg.678c, cf. D.C.41.16.4, ἔναυλον ἦν ἔτι ... πᾶσιν ὅτι ... todavía estaba presente para todos que ... Aeschin.3.191, τὸ καθ' ἡμέραν γιγνόμενον καὶ πᾶσιν ἔναυλον ἤδη ὂν Str.7.2.1, cf. Clem.Al.Strom.2.20.103, ἔναυλον εἶναι τὴν δύναμιν que su efecto persiste Arist.Pr.928b7, ἔναυλον ἔχειν ὅτι ... Plu.2.17d, ἔναυλα καὶ πρὸ ὀμμάτων, ἃ ... D.H.9.7, μνῆμαι Ph.2.411, cf. Luc.Am.5, ὠφέλεια Ph.1.591
•esp. ref. la palabra, equiv. que todavía resuena dentro de los oídos οὕτως ἔ. ὁ λόγος ... παρὰ τοῦ λέγοντος ἐνδύεται εἰς τὰ ὦτα de manera tan persistente se introduce la palabra del orador en los oídos Pl.Mx.235c, cf. EM 338.1G., ἔτι χνόον ἄξονος ... ἵππος ἔναυλον ἔχει todavía el caballo tiene reciente el chirrido del eje Call.Fr.384.6, ἔτι ... ἡ φωνὴ τῶν ἀκουσθέντων ἔ. Luc.Somn.5, cf. Aristid.Or.50.70, cf. III.
2 de heridas fresco, reciente διὰ τὸ ἔναυλα τά τραύματα ... ἔχειν Phil.Thm.Ep.8.
3 habitante, morador ἐκκλησία, Χριστὸν ἔναυλον ἔχουσα Cyr.Al.M.68.657C, cf. 69.880B.
III subst. ὁ ἔναυλος, τὸ ἔναυλον, frec. plu.
1 ὁ ἔναυλος = cauce de un río τάχα κεν ... ἐναύλους πλήσειαν νεκύων Il.16.71, πάντας δ' ὀρόθυνον ἐναύλους eleva el nivel de todos tus cauces, Il.21.312
•torrentera, torrente ὃν ῥά τ' ἔ. ἀποέρσῃ al que se llevó un torrente, Il.21.283, cf. Q.S.14.83, Orph.A.639, Hsch.s.u. ἐναύλους.
2 escondrijo, nidal ἐναύλοις ὑπὸ δενδροκόμοις del ruiseñor, E.Hel.1107.
3 aprisco en los pastos de verano montañeses θεράπναι σύγχορτοί θ' Ὁμόλας ἔναυλοι E.HF 371, cf. Fr.740.4.
4 morada, sede de divinidades de las grutas y los montes οὔρεα μακρά, θεᾶν χαρίεντας ἐναύλους Νυμφέων Hes.Th.129, cf. h.Ven.74, h.Hom.14.5, ζάθεοί τε Κρήτας ... ἔναυλοι E.Ba.122, A.R.1.1226, Nonn.D.17.40
•de divinidades marinas φῦλα Ποσειδάωνος ἐναύλων Opp.H.3.5, ἁλὸς ἐναύλοι las moradas del mar Opp.H.1.305
•de pers. οἱ καρήνων ... Ὑμήττοιο ... ἐναύλους (λάχον) Nonn.D.13.183.
IV adv. ἐναύλως = por medio de cauces ἐ. διάγουσα AB 464.
German (Pape)
[Seite 830] 1) (αὐλός), in, an der Flöte, was man neben dem Blasen der Flöte hört; κιθάρισις Ath. XV, 637 f; noch in den Ohren klingend, noch im frischen Andenken, οὕτως ἔναυλος ὁ λόγος τε καὶ ὁ φθόγγος παρὰ τοῦ λέγοντος ἐνδύεται εἰς τὰ ὦτα Plat. Menex. 235 b; πᾶσι φόβος ἔν. ἐγεγόνει Legg. III, 678 c; ἡ φωνὴ τῶν ἀκουσθέντων ἔν. ἔτι Luc. gomn. 5; βοή imagg. 13; Plut. gymp. 2, 5, 1; ἔτι γὰρ αὐτοῖς ἔναυλα καὶ πρὸ ὀμμάτων ἦν D. Hal. 9, 7; ἔναυλον ἦν ἔτι τότε πᾶσιν, ὅτι, es war Allen im frischen Andenken, Aeschin. 3, 191; vgl. Arist. probl. 21, 13. – 21 (αὐλή), darin wohnend, in der Höhle befindlich; τίν' ἔχει στίβον, ἔναυλον ἢ θυραῖον Soph. Phil. 158; λέων Eur. Phoen. 1566; ταυτὶ γὰρ ἔναυλα ἐκείνῳ τῷ ὕδατι Philostr. Imagg. 1, 5. ὁ, 1) (αὐλός), die Höhlung, der Graben, der Gießbach, der Fluß; Homer dreimal, Iliad. 16, 71. 21, 283. 312; Aristarch erklärte nach geholl. Aristonic. Iliad. 21, 283 ἐναύλους = τοὺς ποταμοὺς τοὺς ἐπιμήκεις, vgl. Apollon. Lex. Hom. p. 68, 25, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 149. – Sp. D., z, B. Nonn. 2, 54. – 2) (αὐλή), die Behausung, Aufenthaltsort, οὔρεα μακρά, θεῶν χαρίεντας ἐναύλους Νυμφέων Hes. Th. 129; H. h. Ven. 74. 124. 13, 5. 25, 8; u. so von Berggegenden u. Thälern als Aufenthaltsörtern der Götter Eur. Bacch. 122 Herc. Fur. 371; vgl. Opp. Hal. 1, 305. 3, 5 Cyn. 1, 142; Orph. Arg. 637.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
1 lit d'un torrent, ravin ; torrent;
2 vallon ; grotte.
Étymologie: ἐν, αὐλός.
2ος, ον :
qui résonne encore dans l'oreille : ἔναυλον ἦν ἔτι πᾶσιν ESCHN tous avaient encore dans l'oreille, càd c'était un souvenir encore présent à la mémoire de tous ; ἔναυλον ἔχειν ὅτι PLUT avoir encore dans l'oreille que….
Étymologie: ἐν, αὐλός.
3ος, ον :
qui est dans son antre.
Étymologie: ἐν, αὐλή.
Russian (Dvoretsky)
ἔναυλος: (все еще) звучащий в ушах, т. е. сохранившийся в памяти, незабытый, памятный (λόγος Plat.; αἴσθησις Arst.; φωνή Luc.): ἔναυλον ἦν ἔτι πᾶσιν Aeschin. у всех было еще свежо в памяти.
1 живущий в пещере, пещерный (λέοντες Eur.);
2 находящийся в пещере: ἔ. ἢ θυραῖος; Soph. у себя он в пещере или ушел?
I ὁ αὐλός
1 овраг Hom.;
2 ручей, поток Hom.
II ὁ αὐλή пещера, жилище HH, Hes., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἔναυλος: ὁ, (Α) οὐσιαστ.: 1) (αὐλός), στενὸς καὶ χειμαρρώδης τόπος, κοίτη ποταμοῦ διὰ στενοῦ ῥέοντος, τάχα κεν. ἐναύλους πλήσειαν νεκύων Ἰλ. Π. 71· χείμαρρος ἐξ ὄρους διὰ στενοῦ καὶ ἐπιμήκους τόπου ῥέων, ὃν ῥά τ’ ἔναυλος ἀποέρσῃ Φ. 283, πρβλ. 312. ΙΙ. (αὐλὴ) κατοικία, κατὰ πληθ. ἐπὶ τῶν ἐνδιαιτημάτων τῶν ἀγροτικῶν θεῶν, Οὔρεα μακρά, θεῶν χαρίεντας ἐναύλους, Νυμφέων Ἡσ. Θ. 129· πρβλ. Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀφρ. 74, 124, Εὐρ. Βάκχ. 122, Ἡρ. Μαιν. 371· οὕτως ὁ Ὀππιανὸς καλεῖ τοὺς ἐντὸς τῆς θαλάσσης σηραγκώδεις βράχους ἁλὸς ἐναύλους, Ἁλιευτ. 1. 305· Ποσειδάωνος ἐν. 3. 5. ― Ἐπικὴ λέξις ἐν χρήσει παρ’ Εὐρ. ἐν λυρικοῖς χωρίοις.
English (Autenrieth)
(αὐλός): channel, river-bed (of the streams in the Trojan plain, dry in summer), water-course, Il. 16.71, Il. 21.283, 312.
Greek Monolingual
(I)
ἔναυλος, ο και ἔναυλον, το (Α)
1. κοίτη χειμάρρου, χαράδρα, κοίλωμα απ' όπου ρέει χείμαρρος («τάχα κεν φεύγοντες ἐναύλους πλήσειαν νεκύων», Ομ. Ιλ.)
2. χείμαρρος
3. κατοικία, τόπος διαμονής, ενδιαίτημα.
(II)
-η, -ο (AM ἔναυλος, -ον)
1. (για φωνή, ήχο κ.λπ.) αυτός που αντηχεί σαν ήχος αυλού, ζωηρός, έντονος («ἔναυλος ὁ λόγος τε καὶ ὁ φθόγγος», Πλάτ.)
2. αυτός που αποτυπώνεται βαθιά στη μνήμη
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στην αυλή («τίν' ἔχει στίβον, ἔναυλον ἤ θυραῖον», Σοφ.)
2. αυτός που ζει σε σπήλαιο («λέοντας ἐναύλους», Ευρ.).
επίρρ...
εναύλως
1. ζωηρά, έντονα, ευκρινώς
2. μέσα σε αυλές, χαράδρες ή κοιλώματα.
Greek Monotonic
ἔναυλος: ὁ (Α), ως ουσ.:
I. (αὐλός), ο ρους του ποταμού, χείμαρρος, βουνίσιο ποτάμι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. (αὐλή), στον πληθ., κατοικίες, λημέρια, στέκια, τα ενδιαιτήματα των θεών της υπαίθρου, σε Ησίοδ., Ευρ.
• ἔναυλος: -ον (Β), επίθ.:
I.( αὐλός), αυτός που βρίσκεται πάνω στον αυλό· μεταφ., λόγοι ἔν., λόγια που αντηχούν στα αυτιά κάποιου όπως ο ήχος αυλού, σε Πλάτ.· απ' όπου, ο ζωηρά εντυπωμένος στη μνήμη, σε Αισχίν.
II. (αὐλή), αυτός που κατοικεί στην αυλή, κατοικίδιος, σε Ευρ.· αυτός που βρίσκεται μέσα στη σπηλιά, στο άντρο, στο λημέρι, σε Σοφ.
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: m.
Meaning: bed of a stream, torrent (Il.); after Hom. hole, grotto, ravine (Hes., h. Ven. 74, 124, E. in lyr.), also in sea (Opp.).
Origin: IE [Indo-European] [88] *h₂eulos tube, longish hole
Etymology: Prop. with αὑλός (s. v.), i.e. area with ravines' from αὑλός hole, tube. On the meaning torrent cf. the analogous development of χαράδρα (prop. to χέραδος).
2.
Grammatical information: adj.
Meaning: accompanied by the flute (Att.).
Origin: IE [Indo-European] [88] h₂eulos tube, longish hole
Etymology: Bahuvrihicomp. of αὑλός and adverbial ἐν.
3.
Grammatical information: adj.
Meaning: sleeping in the open air (E.)
Derivatives: Also ἐναύλιος with the subst. ἐναύλιον abode (hell.).
Origin: IE [Indo-European] [72] *h₂eu- pass the night
Etymology: Hypostasis of ἐν αὑλῃ̃ (ὤν) living in the air; also of λέοντες living in holes (E. Ph. 1573 [lyr.]).
Middle Liddell
ἔναυλος, ὁ, n
I. the bed of a stream, a torrent, mountain-stream, Il.
II. (αὐλή) in plural the haunts of the country-gods, Hes., Eur.
ἔναυλος, ον adj
I. on or to the flute: metaph., λόγοι ἔν. words ringing in one's ears, Plat.: hence fresh in memory, Aeschin.
II. (αὐλή), dwelling in dens, Eur.: in one's den, Soph.
Frisk Etymology German
ἔναυλος: 1.
{énaulos}
Grammar: m.
Meaning: Flußbett, Gießbach (Il.); nachhom. Höhle, Grotte, Schlucht (Hes., h. Ven. 74, 124, E. in lyr.), auch im Meer (Opp.).
Etymology: Eig. ‘mit αὐλός (s. d.) versehen’, u. z. wie αὐλών höhlenartige Gegend, Schlucht von αὐλός im Sinn von hohler Gegenstand, Röhre; auf den nachhom. Gebrauch mag das anklingende αὐλή eingewirkt haben. Zur Bed. Gießbach vgl. die analoge Entwicklung bei χαράδρα (eig. zu χέραδος).
Page 1,510
2.
{énaulos}
Meaning: Attribut von στίβος als Gegensatz zu θυραῖος (S. Ph. 158 [lyr.]), also Hypostase von ἐν αὐλῇ (ὤν) im Hofe befindlich, zu Hause; auch als Attribut von λέοντες in Höhlen wohnend (E. Ph. 1573 [lyr.]).
Etymology: In derselben Bedeutung auch ἐναύλιος mit dem Subst. ἐναύλιον Aufenthaltsort (hell. u. spät). — Dagegen ist ἐναυλίζομαι, -ω sein Lager wo nehmen, übernachten (ion. att.) mit ἐναύλισμα, ἐναυλιστήριος (spät) eher als ἐναυλίζομαι zu verstehen; ebenso ἐναυλοστατέω eine Hürde einrichten (SIG 685, 82, Itanos 139a: μήτε ἐννέμηι μήτε ἐναυλοστατῆι) neben αὐλοστατέω (Kreta IIIa).
Page 1,510
3.
{énaulos}
Grammar: Adj.
Meaning: mit Flöte versehen, auf der Flöte begleitet, in die Ohren klingend, in frischem Gedächtnis (att., hell. u. sp.).
Etymology: Bahuvrihikomp. von αὐλός und adverbalem ἐν.
Page 1,510