ἱππώδης

Revision as of 19:38, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ες, horse-like, X.Eq.1.11 (Comp.), Poll.1.192; κεφαλή Hippiatr.14.

German (Pape)

[Seite 1262] ες, pferdeähnlich, Xen. de re equ. 1, 11, im compar., u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui ressemble au cheval, de la nature du cheval.
Étymologie: ἵππος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ἱππώδης: конеобразный, подобающий лошади: ἱππωδηστέραν κεφαλὴν ἀποφαίνειν Xen. придавать конской голове более правильную форму.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἵππῳ, Ξεν. Ἱππ. 1, 11, Πολυδ. Α΄, 192.

Greek Monolingual

ἱππώδης, -ες (ΑΜ) ίππος
όμοιος με ίππο.

Greek Monotonic

ἱππώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με άλογο, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἱππ-ώδης, ες εἶδος
horse-like, Xen.