ξύλωσις

Revision as of 19:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

English (LSJ)

εως, ἡ, wood-work of a building, ἡ ξ. τῶν οἰκιῶν Th.2.14; στοιῆς Milet.3.32 (iii B.C.), J.AJ3.6.5.

German (Pape)

[Seite 282] ἡ, der hölzerne Theil des Hauses, das Balkenwerk, τῶν οἰκιῶν καθαιροῦντες τὴν ξύλωσιν, Thuc. 2, 14, vgl. 4, 48.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
construction en bois, boiserie, charpente.
Étymologie: ξύλον.

Russian (Dvoretsky)

ξύλωσις: εως (ῠ) ἡ деревянная конструкция, деревянные части, сруб (τῶν οἰκιῶν Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ξύλωσις: ἡ, τὸ ξύλινον μέρος τῆς οἰκίας, ὁ ἐκ ξύλων σκελετὸς αὐτῆς, ἡ ξυλικὴ αὐτῆς, ἡ ξ. τῶν οἰκιῶν Θουκ. 2. 14, πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5. ΙΙ. ἡ εἰς ξύλον μεταβολή, Ἰω. Δαμασκ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Mig. τ. 95, σ. 413.

Greek Monotonic

ξύλωσις: ἡ, ξύλινο μέρος σπιτιού, ο ξύλινος σκελετός του, σε Θουκ.

Middle Liddell

[from ξῠλόω]
the woodwork of a house, frame-work, Thuc.

English (Woodhouse)

woodwork, woodwork of a building