κατατροπόομαι
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
mettre en fuite.
Étymologie: κατά, τρέπω.
Greek (Liddell-Scott)
κατατροπόομαι: ἀποθ., τρέπω εἰς φυγήν, ὡς τὸ κατατρέπω, τινὰ Αἴσωπ. καὶ Βυζ.· καὶ ὁ Παθ. ἀόρ., κατατροπωθεὶς τῷ εὐτυχήματι Ἰωσήπ. Γένεσ. σ. 46D· ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ., ἀναιροῦσαι καὶ ἀνατροποῦσαι Αἴσωπ. 175.
Russian (Dvoretsky)
κατατροπόομαι: обращать в бегство Aesop.
German (Pape)
in die Flucht schlagen, Sp., wie Jos.; auch im act., Aesop., zweifelhaft.