ἀνθρωπόνοος

Revision as of 11:15, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, contr. ἀνθρωπό-νους, ουν, with human understanding, intelligent, πίθηκοι Ael.NA16.10: Sup. -νούστατος Str.15.1.29.

German (Pape)

[Seite 234] zsgz. -νους, mit menschlichem Verstande, Ael. H. A. 16, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπόνοος: οον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἔχων ἀνθρώπινον νοῦν, εὐφυής, γένος πιθήκων ἀνθρωπόνουν Αἰλ. π. Ζ. 16. 10· ὑπερθ. -νούστατος, ἀνθρωπονούστατον τὸ ζῷον Στράβ. 699.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
doué d'intelligence humaine.
Étymologie: ἄνθρωπος, νοῦς.