αὐχήεις

Revision as of 11:35, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

εσσα, εν, braggart, proud, Opp.H.2.677; (βοῦς) AP6.114 (Simm.).

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
jactancioso, orgulloso αὐχήεντες Ἐλινοί Rhian.34, αὐχήεντας Ἴβηρας Opp.H.2.677, αὐχήεσσαν ... Λητώ Nonn.D.20.75, cf. 13.545, αὐχήεντες ὀπάονες Nonn.Par.Eu.Io.4.51, βοῦς AP 6.114 (Simm.).

German (Pape)

[Seite 405] εσσα, εν, prahlerisch, stolz, Opp. Hal. 2, 677; βοῦς Samii Ep. 1 (VI, 114); Nonn.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
fier, orgueilleux.
Étymologie: αὐχή.

Russian (Dvoretsky)

αὐχήεις: ήεσσα, ήεν горделивый, величавый (βοῦς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐχήεις: εσσα, εν, ἀλαζών, κομπαστής, καυχητής, ὑπεροπτικός, Ὀππ. Ἁλ. 2. 677· βοῦς Ἀνθ. Π. 6. 114.

Greek Monotonic

αὐχήεις: -εσσα, -εν, καυχησιάρης, υπερήφανος, σε Ανθ.

Middle Liddell

[From αὐχέω
braggart, proud, Anth.