ἴλλοψ

Revision as of 11:40, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

οπος, ὁ, ἡ, coined as etym. of ἔλλοψ, Ath.7.308b,c, cf. Plu.2.728e.

French (Bailly abrégé)

οπος;
adj. m.
muet.
Étymologie: mot imaginé pour expliquer ἔλλοψ.

Greek (Liddell-Scott)

ἴλλοψ: -οπος, ὁ, ἡ, λέξις ἐπινοηθεῖσα πρὸς ἐξήγησιν τοῦ Ὁμηρικοῦ ἔλλοψ, «ἔλλοπες... βούλονται γὰρ κατὰ τὴν ἀναλογίαν ἴλλοπές τινες εἶναι διὰ τὸ εἴργεσθαι φωνῆς· ἔστι γὰρ τὸ μὲν ἴλλεσθαι εἴργεσθαι, ἡ δὲ ὄψ φωνὴ» κτλ. Ἀθην, 308Β, C, πρβλ. Πλούτ. 2. 728Ε.

Russian (Dvoretsky)

ἴλλοψ: οπος adj. немой (Plut.; вымышленное слово, якобы объясняющее происхождение ἔλλοψ у Hes.).