μαρμαρόεις

Revision as of 11:42, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

εσσα, εν, = μαρμάρεος, Ὀλύμπου μ. αἴγλαν S.Ant.610 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
brillant, resplendissant.
Étymologie: μάρμαρος.

German (Pape)

εσσα, εν, = μαρμάρεος, schimmernd, glänzend, Ὀλύμπου μαρμαρόεσσαν αἴγλαν, Soph. Ant. 606; Hesych. erkl. λάμπων.

Russian (Dvoretsky)

μαρμᾰρόεις: όεσσα, όεν блистающий, сверкающий (Ὀλύμπου αἴγλα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρόεις: εσσα, εν, = μαρμάρεος, Ὀλύμπου μ. αἴγλαν Σοφ. Ἀντ. 610.

Greek Monolingual

μαρμαρόεις, -εσσα, -εν (Α)
μαρμάρεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].

Greek Monotonic

μαρμᾰρόεις: -εσσα, -εν, = μαρμάρεος, σε Σοφ.

Middle Liddell

μαρμᾰρόεις, εσσα, εν = μαρμάρεος, Soph.]