ἐξεσθίω

Revision as of 12:04, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

fut. ἐξέδομαι: pf. ἐξεδήδοκα: aor. ἐξέφαγον:—eat away, eat up, ἐξέδεταί σου τοὔψον Ar.Eq.1032, cf. Epimenid.10; ἐκ τῶν πόλεων τὸ σκῖρον ἐξεδήδοκεν Id.V.925; ἐὰν μή σ' ἐκφάγω ἐκ τῆσδε τῆς γῆς Id.Eq.698; ἐξεσθίουσι αὐτὰ (the grubs) αἱ μέλιτται Arist.HA554b4, cf. Dsc.Eup.1.150.

German (Pape)

[Seite 879] (s. ἐσθίω), herausessen, verzehren, Arist. H. A. 5, 22; fut. ἐξέδομαι, Ar. Equ. 1027; perf. ἐξεδήδοκα, Vesp. 925, ἐκ τῶν πόλεων τὸ σκίρον, u. Plut.; aor. ἐκφαγεῖν, Epimenid. bei Plut. Sol. 12; Ar. Equ. 695 u. A.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξέδομαι, ao.2 ἐξέφαγον, pf. ἐξεδήδοκα;
manger complètement, dévorer.
Étymologie: ἐξ, ἐσθίω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεσθίω: (fut. ἐξέδομαι, pf. ἐξεδήδοκα, inf. aor. ἐκφαγεῖν) выедать, объедать, съедать, пожирать (τι Arph., Arst., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεσθίω: μέλλ. ἐξέδομαι: πρκμ. ἐξεδήδοκα: ἀόρ. ἐξέφᾰγον: ― τρώγω, κατατρώγω, τρώγω ἐντελῶς, ἐξέδεταί σου τοὔψον Ἀριστοφ. Ἱππ. 1032· ἐκ τῶν πόλεων τὸ σκῖρον ἐξεδήδοκεν Σφ. 925· εἰ μή σ’ ἐκφάγω ἐκ τῆσδε τῆς γῆς Ἱππ. 698· ἐξεσθίουσι τὰ πτερὰ αἱ μέλιτται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 13.

Greek Monolingual

ἐξεσθίω (Α) εσθίω
κατατρώγω.

Greek Monotonic

ἐξεσθίω: μέλ. -έδομαι, παρακ. -εδήδοκα, αόρ. βʹ -έφᾰγον· τρώω μέχρι την τελευταία μπουκιά, κατατρώω, εξαντλώ τα τρόφιμα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. -έδομαι perf. -εδήδοκα aor2 -έφᾰγον
to eat away, eat up, Ar.