ἐμπελαδόν
English (LSJ)
Spanish (DGE)
(ἐμπελᾰδόν)
prep. impropia de dat. junto, al lado ἰστίῃ ἐ. junto al hogar Hes.Op.734.
Middle Liddell
German (Pape)
[Seite 812] nahe bei, τινί, Hes. O. 752 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἐμπελᾰδόν: praep. cum dat. близ (ἑστίῃ Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπελᾰδόν: ἐπίρρ., πλησίον, πολὺ πλησίον, μετὰ δοτ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 732· ἴδε Σχόλ. Μοσχοπ. ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἐμπελᾰδόν: επίρρ., κοντά, πολύ κοντά, πλησίον, με δοτ., σε Ησίοδ.