οὐρανόθεν
English (LSJ)
(parox.), Adv. from heaven, down from heaven, Od.5.294, Hes.Th.761, LXX4 Ma.4.10, JRS17.49 (Phrygia, iv A. D.): joined with Preps., ἀπ' οὐρανόθεν Il.21.199, Od.11.18, Hes.Sc.384; ἐξ οὐρανόθεν Il.8.19, 21, 17.548; κατ' οὐρανόθεν Orph.L.601.
German (Pape)
[Seite 417] vom Himmel her, herab; ἦλθε δ' Ἀθήνη οὐρανόθεν, Il. 1, 195, öfter, u. Hes.; auch ἀπ' οὐρανόθεν, Il. 21, 199 Od. 11, 18; Hes. Sc. 384; ἐξ οὐρανόθεν, Il. 8, 19. 17, 548; einzeln bei sp. D.
French (Bailly abrégé)
adv.
du haut du ciel : ἀπ' οὐρανόθεν IL, OD, ἐξ οὐρανόθεν IL m. sign.
Étymologie: οὐρανός, -θεν.
Russian (Dvoretsky)
οὐρᾰνόθεν: adv. (тж. ἀπ᾽ и ἐξ οὐ.) с неба Hom., Hes., NT.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Ὅμ., Ἡσ.˙ κυρίως παλαιὰ γενικὴ τοῦ οὐρανός, καὶ διὰ τοῦτο ἐνίοτε συνάπτεται μετὰ προθέσ., ἀπ’ οὐρανόθεν Ἰλ. Φ. 199, Ὀδ. Λ. 18, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 384· ἐξ οὐρανόθεν Ἰλ. Θ. 19, 21, Ρ. 548· κατ’ οὐρανόθεν Ὀρφ. Λιθ. 595.
English (Autenrieth)
English (Strong)
from οὐρανός and the enclitic of source; from the sky: from heaven.
English (Thayer)
(οὐρανός), adverb, from heaven: Homer, Hesiod, the Orphica, Lob. ad Phryn., p. 93f.
Greek Monolingual
(ΑΜ οὐρανόθεν)
επίρρ. (ως τοπ.) από τον ουρανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρανός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. ηπειρό-θεν)].
Greek Monotonic
οὐρᾰνόθεν: (οὐρανός), επίρρ., από τον ουρανό, από τον ουρανό προς τα κάτω (τη γη), σε Όμηρ., Ησίοδ.· κυρίως, αρχ. γεν. του οὐρανός, και ως εκ τούτου με προθέσεις, ἀπ' οὐρανόθεν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐξ οὐρανόθεν, στο ίδ.
Middle Liddell
οὐρανός
from heaven, down from heaven, Hom., Hes.; properly an old gen. of οὐρανός, and therefore joined with Preps., ἀπ' οὐρανόθεν Il.; ἐξ οὐρανόθεν Il.
Chinese
原文音譯:oÙranÒqen 烏拉挪田
詞類次數:副詞(2)
原文字根:看見 向上 處
字義溯源:從天上(來的),從天空;源自(οὐρανός)*=天)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 從天(2) 徒14:17; 徒26:13