Ἀργολίζω
English (LSJ)
take the part of the Argives, X.HG4.8.34, Ephor. 137.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
Ἀργολίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, λαμβάνω τὸ μέρος τῶν Ἀργείων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 34, Ἔφορ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λέξει Ἄργος.
Greek Monotonic
Ἀργολίζω: αττ. μέλ. -ιῶ, παίρνω το μέρος των Αργείων, συντάσσομαι μαζί τους, σε Ξεν.
Middle Liddell
German (Pape)
es mit den Argivern halten, Xen. Hell. 4.8.34.