ἀντιπερίαμμα
Spanish (DGE)
-ματος, τό
amuleto usado para contrarrestar los propósitos del demonio, Eus.M.23.768D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπερίαμμα: τό, ἀντίθετος δεσμός, Εὐσέβ. εἰς Ψαλμ. σ. 389.
-ματος, τό
amuleto usado para contrarrestar los propósitos del demonio, Eus.M.23.768D.
ἀντιπερίαμμα: τό, ἀντίθετος δεσμός, Εὐσέβ. εἰς Ψαλμ. σ. 389.