λαοδόκος
English (LSJ)
ον, receiving the people, dub. in IG7.53.12 (Megara) = Simon.107.10 (δαμοδόκων Bgk.); in Hom. as pr. n. Λαόδοκος (proparox.).
Greek (Liddell-Scott)
λαοδόκος: -ον, (ἴσως λαόδοκος = λαοδογματικὸς κατὰ Κοραῆν), ἴδε λαόδικος· ― παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. ὄνομα, Λαόδοκος, ὁ.
Greek Monotonic
λαοδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που δέχεται τον λαό· στον Όμηρ., ως κύριο όνομα, Λαόδοκος.
Middle Liddell
λαο-δόκος, ον δέχομαι
receiving the people: in Hom. as prop. name Λαόδοκος.
German (Pape)
[ᾱ], das Volk aufnehmend, Schneidewins Conj. Simonid. fr. 167.